- νταμιζέλα
- νταμιζέλα και ταμιτζέλλα και ταμοτζέλε, ἡ (Μ)1. κορίτσι, συνήθως ευγενούς καταγωγής2. (για κόρη ή παντρεμένη από την τάξη τών ευγενών) ακόλουθος, κυρία επί τών τιμών («μία ἀπὸ τὶς ταμιτζέλλες τῆς ῥήγαινας», Βουστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. damizela ή ιταλ. damigella. Ο τ. ταμοτζέλε < αρχ. γαλλ. damoisele (βλ. και λ. ντεμουαζέλα)].
Dictionary of Greek. 2013.